δαμασκηνέα

δαμασκηνέα
η
βλ. δαμασκηνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”